-
1 ἔλαφος
ἔλαφος, ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hindinn; ὑψίκερως Od. 10, 158; κεραός Il. 11, 475; ταχεῖα Od. 13, 436; φυζακιναί Il. 13, 102; ϑήλεια Pind. Ol. 3, 30; βαλιαί Eur. Hipp. 218; öfter bei Dichtern, oft Sinnbild der Furchtsamkeit, Il. 21, 486; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig, 1, 225. Wo die Gattung bezeichnet wird, ist es gew. fem.; so sagt Arist. H. A. 1, 5 sogar αἱ ἔλαφοι τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν. – Long. 3, 15 πήρα ἐλάφου, die Hirschhaut. – Bei Ath. XIV, 646 e eine Kuchenart. – Vgl. ἐλαφρός; die Alten denken wunderlich an ἕλκειν ὄφεις.
-
2 ἔλαφος
A deer, Cervus elaphus, whether male, hart or stag, Il.3.24, etc.; or female, hind, 11.113, etc.; κεραός, ὑψίκερως, ib. 475, Od.10.158;κεροῦσσα S.Fr.89
;ἔ. βαλιαί E.Hipp. 218
(anap.);ἔ. ἀντὶ παρθένου Lib.Ep.785.1
; κραδίην ἐλάφοιο [ ἔχων] with heart of deer. i.e. a coward, Il.1.225;φυζακινῇς ἐλάφοισιν ἐοίκεσαν 13.102
, cf. Pl.La. 196e. (Fem. as a generic term, in Trag. and X.Cyn.9.11, 10.22, cf.αἱ ἔ. τὰ κέρατα ἀποβάλλουσιν Arist.HA 611a27
.)II κέρας ἐλάφου hartshorn, Gp.13.8.2. -
3 ἔλαφος
ἔλαφος, ὁ, ἡ, Hirsch, Hirschkuh oder Hündin; oft Sinnbild der Furchtsamkeit; κραδίην ἐλάφοιο ἔχων, ein Hirschherz habend, d. i. feig; πήρα ἐλάφου, die Hirschhaut; eine Kuchenart -
4 καρδία
καρδία, ἡ, ion. καρδίη, poet. κραδία u. κραδίη, so bei Hom., der die Form καρδίη nur im Anfang des Verses hat, Il. 2, 452. 11, 12. 14, 152; vgl. κέαρ; – 1) das Herz; ἐν δέ τέ οἱ κραδίη μεγάλα στέρνοισι πατάσσει, schlägt in der Brust, Il. 13, 282, wie πηδᾷ Plat. Conv. 215 d; Ar. Nubb. 1391; ἔξω στήϑεος ἐκϑρώσκει Il. 10, 94; δόρυ δ' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει 13, 442; ἀλέκτορος Aesch. Eum. 823; συός Luc. salt. 85. Häufig als Sitz der Gefühle und Leidenschaften, bes. der Furcht, ἔχων κραδίην ἐλάφοιο Il. 1, 225; ὀρχεῖται καρδία φόβῳ Aesch. Ch. 165, denn bei der Furcht schlägt der Puls schneller; Sitz des Muthes, ϑρασείᾳ πνέων καρδίᾳ Pind. P. 10, 44; ἐν μέν οἱ κραδίῃ ϑάρσος βάλε Il. 21, 547, ἐν δὲ σϑένος ὦρσεν ἑκάστῳ καρδίῃ 2, 452; des Zornes, οἰδαίνεται κραδίη χόλῳ Il. 9, 546; ὁπόταν τις καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ Pind. P. 8, 9; πάροιϑεν δὲ πρώρας δριμὺς ἧσται καρδίας ϑυμός Aesch. Ch. 386; καρδίᾳ ϑυμουμένῃ Soph. Ant. 1239; ἔπαυσε καρδίας χόλον Eur. Med. 245; τὸ ϑυμοειδὲς περὶ τὴν καρδίαν Tim. Locr. 100 a; der Freude, χαρᾷ ϑερμαινόμεσϑα καρδίαν Eur. El. 402; der Trauer, ἵξετ' ἄχος κραδίην Il. 23, 47, ἀναστεναχίζειν ἐκ κραδίης 10, 10, ἐν κραδίῃ μέγα πένϑος ἄεξε Od. 17, 489, ἄχος κραδίην καὶ ϑυμὸν ἵκανεν Il. 2, 171; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἦτορ, 20, 169; ἐντὸς δὲ καρδία στένει Aesch. Spt. 951; der Liebe, καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῷ Eur. Hipp. 27; ἐκ τῆς καρδίας με φιλεῖς, liebst mich von Herzen, Ar. Nubb. 86, wie ἀπὸ καρδίας Theocr. 29, 4 u. N. T. ἐξ ὅλης καρδίας. Aber τὸ ἀπὸ καρδίας λέγειν ist = vom Herzen, von der Leber wegsprechen, Eur. I. A. 475, wie fr. bei Plut. de ad. et am. discr. 31. – Uebh. Neigung, Begierde, oft verbunden κραδίη καὶ ϑυμός με ἐποτρύνει, z. B. Il. 10, 220, u. κραδίη ϑυμός τε κελεύει. Dah. κλῦϑι μου πρόφρονι καρδίᾳ, mit wohlwollendem Herzen, Aesch. Suppl. 344; σιδηρέη Od. 4, 293, vgl. Il. 3, 60; τίνα οἴει καρδίαν ἔχειν, welche Gesinnung, Plat. Rep. VI, 492 c. – Aber auch der Sitz des Denkvermögens, διχϑὰ δὲ κραδίη μέμονε φρεσίν Il. 16, 435, κραδίη πόρφυρε Od. 4, 572, πολλὰ δέ οἱ κρ. προτιόσσετ' ὄλεϑρον 5, 389, ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il. 21, 441; ἐν καρδίαις σοφίαν ἐμβάλλειν Pind. Ol. 13, 16; προφϑάσασα καρδίαν γλῶσσα Aesch. Ag. 999. – 2) der obere Magenmund, Theocr. 2, 49. – 3) das Mark der Pflanzen, Theophr., auch der Kern des Holzes. – 4) LXX. vrbdt καρδία ϑαλάσσης, die Tiefe.
-
5 καρδία
A , al., καρδία always in Trag., exc. in some dact. and anap. verses, A.Pr. 881, Th. 781, E.Med.99, Hipp. 1274); [dialect] Aeol. [full] κάρζα EM407.21 (but [full] καρδία Sapph.2.6); Cypr. [full] κορζία (Paph.), Hsch. (fort. κόρζα):— heart, ; κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει, of one panic-stricken, 10.94; πηδᾷ ἡ κ. Pl.Smp. 215e, cf. Ar.Nu. 1391 (lyr.): esp. as the seat of feeling and passion, as rage or anger,οἰδάνεται κραδίη Χόλῳ Il.9.646
;τέτλαθι δή, κραδίη Od.20.18
, cf. E.Alc. 837; καρδίης πλέως full of heart, Archil.58.4; of fear or courage,κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο Il.1.225
; [ σφηκῶν]κραδίην καὶ θυμὸν ἔχοντες 16.266
;ἐν μέν οἱ κραδίῃ θάρσος βάλε 21.547
, etc.;ὀρχεῖται καρδία φόβῳ A.Ch. 166
;θερμὴν ἐπὶ ψυχροῖσι κ. ἔχεις S.Ant. 88
; τὸν νέον τίνα οἴει κ. ἴσχειν; what do you think are his feelings? Pl.R. 492c; of sorrow or joy,ἐν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε Od.17.489
;κ. καὶ θυμὸς ἰάνθη 4.548
;ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν Il.2.171
, cf. 10.10, B.10.85, etc.;καρδίην ἰαίνεται Archil.36
; κελαινόχρως.. πάλλεταί μου κ. A.Supp. 785;ὦ τάλαινα κ. ψυχή τ' ἐμή E.Or. 466
; of love, Sapph.l.c., etc.;ἐκ τῆς κ. φιλεῖν Ar.Nu.86
; φιλέειν ἀπὸ κ. Theoc.29.4 (but ἐρεῖν τἀπὸ κ. to speak freely, E.IA 475); λαλῆσαι ἐπὶ καρδίαν τινός speak kindly to.., LXXJd.19.3.2 inclination, desire, purpose,ἔμ' ὀτρύνει κραδίη καὶ θυμός Il.10.220
; πρόφρων κ. ἐν πάντεσσι πόνοισι ib. 244;καρδίας δ' ἐξίσταμαι S.Ant. 1105
.3 mind,ὡς ἄνοον κραδίην ἔχες Il.21.441
;κραδίη πόρφυρε Od.4.572
; ;εἰ θεάσῃ τοῖς τῆς καρδίας ὀφθαλμοῖς Corp.Herm. 4.11
, cf. 7.2; διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσι ἐν τῇ κ. Ev.Luc.24.38.III heart in wood, pith, Thphr.HP3.14.1; = ἐντεριώνη, ib. 1.2.6;ἀρτεμισίας μονοκλώνου καρδίας ζ PMag.Berol.1.245
, cf. PMag. Leid.V.13.24;λαβὼν βάϊν Χλωρὰν καὶ τῆς κ. κρατήσας σχίσον εἰς δύο PMag.Leid.W.6.51
. -
6 ἀταρτηρός
ἀταρτηρός (verstärkte Form von ἀτηρός), der ἄτη angehörig, unterworfen, verblendet, maßlos; auch = verderblich, feindselig; Hom. Iliad. 1, 223 Πηλείδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν Ἀτρείδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο. »οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο« κ.τ.ε,: mit maßlosen Worten; Odyss. 2, 243 Μέντορ ἀταρτηρέ, φρένας ἠλεέ, ποἶον ἔειπες: ἀταρτηρέ und φρένας ἠλεέ stehn παραλλήλως, = du Verblendetet. – Hes. Th. 610 ἀταρτηροῖο γενέϑλης; στόμα πόντου Theocr. 22, 28; Qu. Sm. 4, 222.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий